- σχεδογραφία
- η, ΝΜμέθοδος ερμηνείας και διδασκαλίας τών κειμένων τής κλασικής ελληνικής και βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στα σχολεία τής βυζαντινής περιόδου και κατά την οποία οι μαθητές ασκούνταν στη γραμματική, στην τεχνολόγηση σπάνιων όρων, στην ερμηνεία και στην πληρέστερη κατανόηση τών διδασκόμενων κειμένωναρχ.σχέδιο, σχεδίασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδος + -γραφία*].
Dictionary of Greek. 2013.