σχεδογραφία

σχεδογραφία
η, ΝΜ
μέθοδος ερμηνείας και διδασκαλίας τών κειμένων τής κλασικής ελληνικής και βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στα σχολεία τής βυζαντινής περιόδου και κατά την οποία οι μαθητές ασκούνταν στη γραμματική, στην τεχνολόγηση σπάνιων όρων, στην ερμηνεία και στην πληρέστερη κατανόηση τών διδασκόμενων κειμένων
αρχ.
σχέδιο, σχεδίασμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδος + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σχεδογραφίας — σχεδογραφίᾱς , σχεδογραφία the art of parsing fem acc pl σχεδογραφίᾱς , σχεδογραφία the art of parsing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδογράφος — ὁ, Μ 1. αυτός που διδάσκει σχεδογραφία* 2. αυτός που γράφει αινίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τη λ. σχεδογραφία] …   Dictionary of Greek

  • σχεδογραφικός — ή, όν, Μ [σχεδογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχεδογραφία*. επίρρ... σχεδογραφικῶς Μ με σχεδογραφικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”